- ακάντηλος
- -η, -ο1. χωρίς καντήλι: Η εικόνα αυτή έμενε ακάντηλη.2. πολύ φτωχός, άνθρωπος που δεν μπορεί ούτε λάδι για το καντήλι να αγοράσει: Στο χωριό ήξεραν όλοι πως ήταν βασανισμένος, πολύ φτωχός, ακάντηλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.